γλωσσοτομία

γλωσσοτομία
η (AM γλωσσοτομία)
νεοελλ.
σχάση τής γλώσσας·|| (αρχ.- μσν.) η αποκοπή τής γλώσσας, το να κόψουν τη γλώσσα κάποιου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • γλωσσοτομικός — ή, ό ο σχετικός με τη γλωσσοτομία …   Dictionary of Greek

  • γλώσσα — I Όργανο με το οποίο ο άνθρωπος αναλύει και αντικειμενοποιεί την εμπειρία του με τη βοήθεια φωνητικών συμβόλων (λέξεων) που έχουν διαφορετική μορφή και διαφορετικές αμοιβαίες σχέσεις σε κάθε ιστορική κοινότητα. Πιο συγκεκριμένα, λέγοντας γ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”